Ενδίδοντας στην εμπορική λογική. Το παράδειγμα της παρένθετης μητρότητας

Αλιεύει η Μιμίκα Κριτσανίδου

Με αφορμή τον νόμο 5089/2024 «Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις», ο οποίος ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή,[1] το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας απασχόλησε έντονα τον δημόσιο διάλογο. Με τον όρο «παρένθετη μητρότητα» εννοείται η αναπαραγωγική μέθοδος, κατά την οποία μία γυναίκα κυοφορεί και γεννά ένα παιδί για λογαριασμό ενός άλλου προσώπου. Στην Ελλάδα, η μέθοδος αυτή επετράπη για πρώτη φορά με τον νόμο 3089/2002. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 του νόμου αυτού δημιούργησε το άρθρο 1458 του Αστικού κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ίδιαν, και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, αν αυτή είναι έγγαμη».[2] «Η δικαστική άδεια», συνεχίζει το άρθρο, «παρέχεται υστέρα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει και ότι η γυναίκα που προσφέρεται να κυοφορήσει είναι, εν όψει της κατάστασης της υγείας της, κατάλληλη για κυοφορία».[3]

Διαβάζοντας το άρθρο 1458 καταλαβαίνουμε, πρώτον, ότι το ελληνικό δίκαιο δεν επιτρέπει τη λεγόμενη «πλήρη υποκατάστατη μητρότητα», δηλαδή την σπερματέγχυση (in vivo). Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό ορίζει ότι επιτρέπεται «μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ιδία».[4] Συνεπώς, νόμιμη είναι μόνο η λεγόμενη «μερική υποκατάστατη μητρότητα», δηλαδή η κύηση ύστερα από εξωσωματική γονιμοποίηση (in vitro) και μεταφορά των γονιμοποιημένων ωαρίων στην μήτρα της κυοφόρου. Για την εξωσωματική γονιμοποίηση μπορούν να χρησιμοποιηθούν ωάρια είτε της μελλοντικής μητέρας είτε τρίτης δότριας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί επιπλέον ότι η ελληνική νομοθεσία επιτρέπει τη δωρεά γαμετών χωρίς να ορίζει ότι στην περίπτωση της παρένθετης μητρότητας το παιδί που θα γεννηθεί θα πρέπει υποχρεωτικά να είναι γενετικά συνδεδεμένο με έναν από τους δύο γονείς. Αυτό οδηγεί στη σκέψη ότι επιτρέπεται η λεγόμενη «διπλή δωρεά γαμετών», δηλαδή σπέρματος και ωαρίων.[5] Δεύτερον, διαβάζοντας το άρθρο 1458 του Αστικού κώδικα σε συνδυασμό με τα άρθρα 1455[6] και 1456[7] του ίδιου κώδικα που εισήγαγε ο νόμος 3089/2002, είναι σαφές πως η μέθοδος αυτή επιτρέπεται για λογαριασμό μιας άγαμης γυναίκας[8] ή ενός ετερόφυλου ζευγαριού.[9] Συνεπώς, τα εμπλεκόμενα στη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας πρόσωπα είναι η μελλοντική μητέρα ή οι μελλοντικοί γονείς, η κυοφόρος γυναίκα και, εάν είναι απαραίτητη η δωρεά γαμετών, η δότρια ωαρίων ή/και ο δότης σπέρματος.

Η παρένθετη μητρότητα στην Ελλάδα ρυθμίζεται καταρχήν από τον νόμο 3089/2002 και έπειτα από τους νόμους που τον συμπλήρωσαν και τον τροποποίησαν, ήτοι τους νόμους 3305/2005, 4707/2014 και 4958/2022. Ο πρόσφατος νόμος 5089/2024 «Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις» δεν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της παρένθετης μητρότητας στα ομόφυλα ζευγάρια ή τους άγαμους άνδρες. Επιτρέπει όμως, υπό προϋποθέσεις, την αναγνώριση της γονεϊκής σχέσης που έχει δημιουργηθεί νομίμως στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένης, επί της αρχής τουλάχιστον, της γονεϊκής σχέσης που έχει δημιουργηθεί μεταξύ δύο ανδρών ή δύο γυναικών και ενός παιδιού που γεννήθηκε μέσω παρένθετης μητρότητας σε χώρα που επιτρέπει την πρακτική αυτή και για πρόσωπα ίδιου φύλου.[10] Υπό το δεδομένο αυτό, μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι η παρένθετη μητρότητα αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένης συζήτησης.[11]

Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται σε ένα από τα βασικά επιχειρήματα που εκφράζονται συχνά κατά της αναπαραγωγικής αυτής μεθόδου, αυτό της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος και της αναπαραγωγής.[12] Αρχικά, εστιάζει στη νομική αποτύπωση του όρου αυτού, δηλαδή στις προϋποθέσεις συμβατότητας της παρένθετης μητρότητας με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αξίας του ανθρώπου[13] ή, με άλλα λόγια, στα στοιχεία του ελληνικού δικαίου, τα οποία λειτουργούν προστατευτικά κατά της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος και της αναπαραγωγής (Ι). Στη συνέχεια, επιχειρεί να καταδείξει τα στοιχεία που, στο παρόν θεσμικό, νομικό και οικονομικό, πλαίσιο της παρένθετης μητρότητας στην Ελλάδα, υπονομεύουν την πλήρη προστασία κατά της εμπορευματοποίησης (ΙΙ).

Ι. Η αξία του ανθρώπου ως όριο στην εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος

Με τον όρο «εμπορευματοποίηση» αποδίδεται η μετατροπή ενός αγαθού ή μίας διαδικασίας σε εμπόρευμα, δηλαδή σε κάτι, από την εκμετάλλευση του οποίου μπορεί ένα πρόσωπο να αποκομίσει κέρδος. Στο χώρο της παρένθετης μητρότητας, ο κίνδυνος εμπορευματοποίησης αφορά, αφενός, το σώμα και τις αναπαραγωγικές λειτουργίες της κυοφόρου, αφετέρου, το παιδί που θα γεννηθεί. Έτσι, έχει διατυπωθεί ευρέως η άποψη ότι η λεγόμενη «επ’ αμοιβή» ή «εμπορική» παρένθετη μητρότητα είναι αντίθετη με την αρχή της αξίας του ανθρώπου.[14] Η τελευταία κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».[15] Επιπλέον, το άρθρο 7 § 2 του Συντάγματος προβλέπει ότι «τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει».[16] Τέλος, το άρθρο 106 § 2 ορίζει ότι «η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας».[17] Βασικό θεμέλιο της συνταγματικής προστασίας της αξίας του ανθρώπου συνιστά το άρθρο 2 § 1, το οποίο λόγω θέσης και περιεχόμενου μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ερμηνευτικό εργαλείο των υπόλοιπων διατάξεων του Συντάγματος.[18]

Όπως σημειώνουν πολλοί συγγραφείς,[19] η έννοια «αξία του ανθρώπου» σχετίζεται με την αναγνώριση του τελευταίου από το δίκαιο «ως υποκειμένου δικαίου», δηλαδή ως «φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων»,[20] Παρουσιάζει δε μια αντικειμενική και μια υποκειμενική διάσταση. Η πρώτη δεν αφορά σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά, αντίθετα, αναφέρεται στον κάθε άνθρωπο και ενδιαφέρει το σύνολο της κοινωνίας. Το περιεχόμενό της είναι, λοιπόν, ανεξάρτητο από τη βούληση συγκεκριμένων υποκειμένων δικαίου και παραπέμπει, με βάση την ερμηνεία, στην οποία προβαίνουν πολλοί και πολλές συγγραφείς,[21] στο καντιανό αξίωμα, με βάση το οποίο οι άνθρωποι πρέπει να λειτουργούν μόνο ως σκοπός και όχι ως μέσo επίτευξης σκοπών.[22] Η δεύτερη διάσταση της «αξίας του ανθρώπου» συνδέεται με τον φορέα αυτής, δηλαδή με το κάθε συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο και τα δικαιώματά του. Και οι δύο προστατεύονται από το Σύνταγμα και η πρώτη θεωρείται προϋπόθεση της δεύτερης.[23]

Κατά την κρατούσα άποψη, η επ’ αμοιβή παρένθετη μητρότητα θεωρείται αντίθετη στο άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος ακριβώς γιατί μετατρέπει την κυοφόρο γυναίκα και το παιδί από υποκείμενα σε αντικείμενα δικαίου: η μεν κυοφόρος υποβιβάζεται σε αναπαραγωγική μηχανή, καθώς το σώμα και οι αναπαραγωγικές της λειτουργίες χρησιμοποιούνται για χάρη άλλων ανθρώπων έναντι πληρωμής· το δε παιδί μετατρέπεται σε εμπόρευμα, αφού θεωρείται ότι, καταθέτοντας χρήματα στην κυοφόρο, οι μελλοντικοί γονείς στην ουσία το αγοράζουν.[24] Βέβαια, ορισμένοι συγγραφείς εκφράζουν τη σκέψη ότι η θεσμοθετημένη αμοιβή θα καθιστούσε μεν την παρένθετη μητρότητα μια οικονομική συναλλαγή με κερδοσκοπικό χαρακτήρα, η οποία όμως δεν θα ήταν εξ ορισμού ασυμβίβαστη με την αρχή της αξίας του ανθρώπου, αλλά ότι αντίθετα θα αποτελούσε μια μορφή κοινωνικής και συμβολικής αναγνώρισης της σωματικής εργασίας που καλείται να καταβάλλει η κυοφόρος, κάτι το οποίο, κατά μία εκδοχή αυτής της άποψης, θα μπορούσε να συμβάλλει στην προώθηση της ελευθερίας και της χειραφέτησης των γυναικών.[25] Η σκέψη αυτή δεν πείθει, ωστόσο, τον Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος θεωρεί ότι μόνο η λεγόμενη «αλτρουιστική» παρένθετη μητρότητα, αυτή δηλαδή η οποία διεξάγεται χωρίς αμοιβή της κυοφόρου, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, αλλά και τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώματα και τη Βιοϊατρική, γνωστή ως σύμβαση του Οβιέδο, η οποία προβλέπει ότι «το ανθρώπινο σώμα και τα τμήματά του δεν αποτελούν, ως τέτοια, πηγή οικονομικού οφέλους».[26] Όρισε, λοιπόν, ότι η παρένθετη μητρότητα είναι μεν επιτρεπτή αλλά γίνεται πάντοτε «χωρίς αντάλλαγμα».[27] Συνεπώς, θεωρεί ότι μόνο η εμπορική παρένθετη μητρότητα είναι per se αντίθετη με την αρχή προστασίας της αξίας του ανθρώπου.

Ο Έλληνας νομοθέτης επιτρέπει την αναπαραγωγική αυτή μέθοδο αναφέροντας μάλιστα στην εισηγητική έκθεση του νόμου 3089/2002 ότι η απόφαση συμμετοχής σε αυτή εμπίπτει στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας,[28] το οποίο περιλαμβάνει τόσο το δικαίωμα των μελλοντικών γονέων πρόσβασης στην αναπαραγωγή[29] όσο και την απόφαση της κυοφόρου να αποφασίζει η ίδια το πώς θα διαθέτει το σώμα της.[30] Στο πλαίσιο αυτό, ο Έλληνας νομοθέτης εξηγεί ότι η αρχή της αξίας του ανθρώπου και τα δικαιώματα όλων των εμπλεκόμενων στη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας προσώπων γίνονται σεβαστά μέσω των νομικών διαδικασιών της στάθμισης και της εναρμόνισης.[31] Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι το δικαίωμα πρόσβασης των μελλοντικών γονέων στην αναπαραγωγή εναρμονίζεται με την αρχή της αξίας του ανθρώπου, το συμφέρον του παιδιού και τα δικαιώματα της κυοφόρου, γιατί η παρένθετη μητρότητα επιτρέπεται μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, γίνεται χωρίς αμοιβή και κυρίως υπόκειται σε προηγούμενη δικαστική άδεια.[32] Σχετικά με το τελευταίο στοιχείο, ο νόμος 3089/2002 προβλέπει ότι η γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει παιδί μέσω παρένθετης μητρότητας υποβάλλει στο δικαστήριο τη σύμβαση που έχει υπογράψει η ίδια και, αν είναι παντρεμένη ή έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, ο σύζυγος ή σύντροφός της, με την υποψήφια κυοφόρο και ενδεχομένως τον σύζυγο ή σύντροφό αυτής.[33] Αφού καταθέσει τη σύμβαση, ζητεί την άδεια από το αρμόδιο δικαστήριο.[34] Για να δοθεί αυτή η άδεια, το δικαστήριο ελέγχει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του νόμου και, συνεπώς, επιβεβαιώνει ότι δεν υπήρξε αμοιβή.

Εκτός από την υποχρέωση διερεύνησης της καταβολής ή όχι αμοιβής, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διερευνήσει αν ασκήθηκαν ψυχολογικές ή οικονομικές πιέσεις στην υποψήφια κυοφόρο.[35] Σίγουρα, από τη στιγμή που η τελευταία έχει υπογράψει τη σύμβαση και είναι δικαιοπρακτικά ικανή, είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποδειχθεί ότι η συναίνεσή της είναι προϊόν πιέσεων.[36] Σε κάθε περίπτωση όμως, ο δικαστής μπορεί να ζητήσει να εμφανιστεί η κυοφόρος στο δικαστήριο, καθώς και να καταθέσουν μάρτυρες πέραν του ενός που απαιτεί ο νόμος.[37] Έτσι, θα έχει στη διάθεσή του περισσότερα στοιχεία προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση.[38]

Επιπλέον αυτών των στοιχείων, ο νόμος 3089/2002 ορίζει πως απαραίτητη προϋπόθεση για την διεξαγωγή παρένθετης μητρότητας είναι οι δύο γυναίκες που συμμετέχουν στη διαδικασία, δηλαδή η μελλοντική μητέρα και η κυοφόρος, να έχουν, και οι δύο, την κατοικία τους στην Ελλάδα.[39] H διάταξη αυτή, η οποία καταργήθηκε το 2014,[40] θεωρούνταν ότι προστατεύει από τον «αναπαραγωγικό τουρισμό», εφόσον ορίζει πως για να αποκτήσει παιδί μέσω παρένθετης μητρότητας στην Ελλάδα μία γυναίκα πρέπει να έχει οργανικό σύνδεσμο με τη χώρα. Με άλλα λόγια, η καταργηθείσα διάταξη επεδίωκε να μην καταστεί η Ελλάδα προορισμός για γυναίκες και ζευγάρια των οποίων οι χώρες καταγωγής απαγορεύουν την παρένθετη μητρότητα, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην Γαλλία.[41]

Ο νόμος 3305/2005 συμπληρώνει τον 3089/2002, ορίζοντας ότι σε περίπτωση αμοιβής, όχι μόνο οι μελλοντικοί γονείς δεν δικαιούνται να προβούν σε παρένθετη μητρότητα, αλλά επιπλέον υπέχουν ποινικές κυρώσεις.[42] Πέρα από την αμοιβή της κυοφόρου, η ελληνική νομοθεσία τιμωρεί ποινικά και διάφορες άλλες πράξεις που έχουν εμπορικό χαρακτήρα και συμβάλλουν στη συγκρότηση μιας «αγοράς παρένθετης μητρότητας», όπως η αγοραπωλησία γενετικού υλικού[43] ή η διαφήμιση της παρένθετης μητρότητας.[44]

Με βάση τα παραπάνω, παρατηρούμε ότι επί της αρχής υπάρχουν στο ελληνικό δίκαιο εχέγγυα διασφάλισης όχι μόνο του μη εμπορικού χαρακτήρα της παρένθετης μητρότητας αλλά και της απουσίας πιέσεων της υποψήφιας κυοφόρου από τους μελλοντικούς γονείς. Βέβαια, πολλοί και πολλές συγγραφείς αμφισβητούν την σωστή λειτουργία αυτών[45] ή πολύ περισσότερο θεωρούν ότι οι πιο πρόσφατοι νόμοι λειτουργούν προς αντίθετη κατεύθυνση ευνοώντας τον λεγόμενο «αναπαραγωγικό τουρισμό» και την εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος και της αναπαραγωγής.[46] Η ανάλυση που ακολουθεί αναφέρει επιγραμματικά τα διαφορετικά σημεία κριτικής της θεωρίας και αναδεικνύει πώς το υπάρχον θεσμικό, νομικό και οικονομικό, πλαίσιο επιτρέπει ήδη την δημιουργία μιας «αγοράς παρένθετης μητρότητας» στην Ελλάδα αδυνατώντας να προστατέψει πλήρως κατά της εμπορευματοποίησης.

ΙΙ. Η αποδυνάμωση της προστασίας κατά της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Έλληνας νομοθέτης θεωρεί ότι προστατεύει κατά της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος και της αναπαραγωγής γιατί απαγορεύει την επ’ αμοιβή παρένθετη μητρότητα. Και στην αλτρουιστική της όμως εκδοχή, η αναπαραγωγική αυτή μέθοδος θα μπορούσε κατά περίπτωση να θεωρηθεί αντίθετη στα δικαιώματα της κυοφόρου, και συγκεκριμένα στην προσωπική της ελευθερία,[47] την ιδιωτική της ζωή[48] καθώς και την αξιοπρέπειά της[49] καθώς η μακρά διάρκεια της εγκυμοσύνης και η ενδεχομένως μειονεκτική, κοινωνικά και οικονομικά, θέση της σε σχέση με τους μελλοντικούς γονείς θα μπορούσαν να την καταστήσουν ευάλωτη σε πιέσεις για να δεχτεί να συμμετάσχει στην διαδικασία ή ακόμη για να αλλάξει τον τρόπο ζωής της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, προκειμένου αυτός να ταιριάζει σε αυτό που οι μελλοντικοί γονείς θεωρούν καλύτερο για το παιδί τους. Πράγματι, αν εξαιρεθούν οι περιπτώσεις, στις οποίες κυοφόρος δέχεται να γίνει μία συγγενής ή φίλη της μελλοντικής μητέρας, δηλαδή μία γυναίκα η οποία τεκμαίρεται, έστω μαχητά, ότι δρα ανιδιοτελώς και δίχως να της έχουν ασκηθεί πιέσεις, συνήθως η κυοφόρος βρίσκεται σε δυσμενέστερη ταξικά θέση από τους μελλοντικούς γονείς. Συνεπώς, είναι πιθανό να δέχεται πιέσεις οικονομικής ή ψυχολογικής φύσης από αυτούς. Αυτό μπορεί να συμβεί εάν για παράδειγμα η κυοφόρος είναι συνάδελφος ιεραρχικά κατώτερη ενός εκ των γονέων ή, ακόμη περισσότερο, ξένη, μετανάστρια, που εργάζεται ως οικιακή βοηθός στο σπίτι τους.

Επιπλέον, όπως σημειώνεται ευρέως στη θεωρία,[50] καταργώντας την προϋπόθεση της διπλής κατοικίας και ορίζοντας ότι δεν είναι πλέον απαραίτητο και οι δύο γυναίκες που συμμετέχουν στη διαδικασία να έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα, ο νόμος 4707/2014[51] ευνοεί τον λεγόμενο «αναπαραγωγικό τουρισμό», δηλαδή τις μετακινήσεις από μία χώρα σε μία άλλη, με σκοπό την πρόσβαση στις αναπαραγωγικές τεχνολογίες, εφόσον επιτρέπει σε πολίτες και κατοίκους άλλων χωρών να έρθουν στη χώρα μας απλώς και μόνο για να αποκτήσουν παιδί μέσω παρένθετης μητρότητας. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη μελέτη της νομολογίας,[52] η οποία καταδεικνύει ότι τα ενδιαφερόμενα για παρένθετη μητρότητα πρόσωπα είναι τόσο Έλληνες και Ελληνίδες που διαμένουν στην Ελλάδα όσο και πολίτες και κάτοικοι άλλων χωρών, στις οποίες η πρακτική αυτή δεν επιτρέπεται, όπως η Γαλλία,[53] ή επιτρέπεται και είναι πολύ πιο ακριβή σε σχέση με την Ελλάδα, όπως ορισμένες Πολιτείες των ΗΠΑ.[54] Με δεδομένο ότι τα πρόσωπα αυτά είναι λιγότερο πιθανό να συνδέονται με φιλικούς ή συγγενικούς δεσμούς με κάποια γυναίκα στην Ελλάδα η οποία θα μπορούσε να δεχτεί να συμμετάσχει ανιδιοτελώς στην διαδικασία, ο κίνδυνος της εμπορευματοποίησης μεγαλώνει.

Τέλος, παρά το γεγονός ότι απαγορεύονται πράξεις όπως η αμοιβή της κυοφόρου, η αγοραπωλησία γενετικού υλικού και η διαφήμιση της παρένθετης μητρότητας, το ελληνικό δίκαιο δεν καταφέρνει να εμποδίσει την εισχώρηση της εμπορικής λογικής στο χώρο της αναπαραγωγικής αυτής μεθόδου. Κι αυτό γιατί η παρένθετη μητρότητα προϋποθέτει τη διεξαγωγή σειράς ιατρικών πράξεων και ελέγχων οι οποίες, στο πλαίσιο του υπάρχοντος υποχρηματοδοτούμενου συστήματος δημόσιας υγείας της χώρας, διενεργούνται σε ιδιωτικές κλινικές (για την ακρίβεια στις λεγόμενες «μονάδες ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής» οι οποίες λειτουργούν κατά βάση σε ιδιωτικά νοσοκομεία και κλινικές).[55] Στο μεγαλύτερο δε μέρος τους οι πράξεις αυτές δεν καλύπτονται ασφαλιστικά.[56] Συνεπώς, στην Ελλάδα, όπως και αλλού, υπάρχει μια «αγορά παρένθετης μητρότητας», από την οποία ωφελούνται πολλοί άνθρωποι[57] πλην της άμεσα εμπλεκόμενης κυοφόρου, η οποία όπως αναφέρθηκε παραπάνω δεν αμείβεται.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο νόμος 3305/2005 προβλέπει ότι η κυοφόρος δεν αμείβεται μεν, αλλά δικαιούται κάλυψη των δαπανών στις οποίες προβαίνει «για την επίτευξη της κυοφορίας, την κυοφορία, τον τοκετό και τη λοχεία», καθώς και αποζημίωση για «κάθε θετική ζημία» για αποχή της από την εργασία της, καθώς και «αμοιβές για εξαρτημένη εργασία», τις οποίες στερήθηκε λόγω απουσίας σχετιζόμενης με την παρένθετη μητρότητα.[58] Δικαιολογητική βάση της ρύθμισης αυτής συνιστά το γεγονός ότι τα παραπάνω ποσά καταβάλλονται με σκοπό όχι την προσκόμιση κέρδους, αλλά την αποκατάσταση ζημιών. Με άλλα λόγια, η λογική του νομοθέτη είναι ότι η κυοφόρος δεν θα μπορεί μεν να χρησιμοποιεί το σώμα και τις αναπαραγωγικές της λειτουργίες για να κερδίζει χρήματα, αλλά όμως ότι δεν θα αναλαμβάνει η ίδια το κόστος των εξόδων της παρένθετη μητρότητας και δεν θα υφίσταται ζημίες εξαιτίας της συμμετοχής της σε αυτή. Στην ίδια βάση, ο νόμος 3305/2005 ορίζει επιπλέον ότι το ύψος των καλυπτόμενων δαπανών και αποζημιώσεων καθορίζεται με απόφαση της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.[59] Εν προκειμένω, η Αρχή δηλώνει αφενός ότι το ύψος του καταβλητέου ποσού των δαπανών «προκύπτει από τις αποδείξεις που έχουν εκδοθεί κατά τον προβλεπόμενο από τη φορολογική νομοθεσία τύπο»[60] και αφετέρου ότι η αποζημίωση για αποχή από την εργασία «δεν μπορεί υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ».[61]

Εντούτοις, επιπλέον αυτών των αποζημιώσεων, η Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής προβλέπει σε πρόσφατη απόφασή της ότι η κυοφόρος δικαιούται ακόμη αποζημίωση για «σωματική καταπόνηση ύψους 10.000 ευρώ για μονήρη κύηση και 15.000 ευρώ για πολύδυμη κύηση».[62] Η Αρχή κινείται στην ίδια λογική με το νόμο 4958/2022, ο οποίος δεν αναφέρεται μεν σε αποζημίωση για σωματική καταπόνηση της κυοφόρου, αλλά ακολουθώντας μια παλιότερη απόφαση της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής,[63] προβλέπει αποζημίωση για «βιολογική καταπόνηση» υπέρ του δότη σπέρματος και της δότριας ωαρίων.[64] Παρότι η καταπόνηση των παραπάνω προσώπων, και κυρίως της δότριας και της κυοφόρου που, εν αντιθέσει με το δότη, υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις,[65] είναι αδιαμφισβήτητη, παρατηρούμε ότι οι αποζημιώσεις για σωματική/βιολογική καταπόνηση καταβάλλονται κάθε φορά που ένα πρόσωπο προβαίνει σε δωρεά γαμετών ή συναινεί να συμμετάσχει σε παρένθετη μητρότητα ανεξαρτήτως κάποιας θετικής ή αποθετικής ζημίας. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος για να μην θεωρηθούν κάποιας μορφής αμοιβή τα παραπάνω ποσά είναι να θεωρηθούν αποζημίωση για ζημία από καταπόνηση.

Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένο ότι τα ασφαλιστικά ταμεία δεν καλύπτουν παρά μέρος μόνο του κόστους των παραπάνω ιατρικών πράξεων, η κάλυψη των εξόδων της παρένθετης μητρότητας (και, εφόσον αυτή είναι απαραίτητη, της δωρεάς γαμετών), αλλά και η καταβολή των παραπάνω αποζημιώσεων βαραίνουν τους μελλοντικούς γονείς. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότιτο επιχείρημα περί εμπορευματοποίησης του σώματος και της αναπαραγωγής δεν συνδέεται μόνο με την υποκρυπτόμενη αμοιβή της κυοφόρου, αλλά και με την αγορά που συγκροτείται γύρω από την παρένθετη μητρότητα. Η αγορά αυτή αφενός, ενσωματώνει ανισότητες, αφού αποκλείει όσους και όσες δεν μπορούν να καλύψουν το κόστος της παρένθετης μητρότητας και αφετέρου, παρουσιάζει διασυνοριακά χαρακτηριστικά λόγω της κατάργησης της προϋπόθεσης κατοικίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.[66]

Επίλογος

Με βάση τα παραπάνω, είναι σαφές πως το ελληνικό σύστημα προστασίας κατά της εμπορευματοποίησης παρουσιάζει σοβαρές ρωγμές. Υπ’ αυτό το πρίσμα, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος προστασίας κατά της εμπορευματοποίησης του σώματος και της αναπαραγωγής είναι η απόλυτη απαγόρευση της παρένθετης μητρότητας, δηλαδή η απαγόρευση τόσο της αλτρουιστικής όσο και της εμπορικής παρένθετης μητρότητας. Η άποψη αυτή υιοθετείται σε πολλές χώρες, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία, όπου ο νομοθέτης κηρύσσει ανίσχυρη κάθε «σύμβαση που έχει ως αντικείμενο την αναπαραγωγή ή την κύηση για λογαριασμό άλλου»[67] και δηλώνει ότι η διάταξη αυτή είναι «δημόσιας τάξης»,[68] δηλαδή ότι δεν μπορεί να παρακαμφθεί με αντίθετη συμφωνία ιδιωτικού δικαίου. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να σκεφτούμε επίσης ότι η νομική αναγνώριση της αλτρουιστικής παρένθετης μητρότητας δεν οδηγεί αναγκαστικά σε εμπορευματοποίηση, εφόσον τα εχέγγυα προστασίας που μπορεί να παρέχει η ελληνική έννομη τάξη ισχυροποιηθούν και λειτουργούν στην πράξη.

 

[1] Νόμος 5089/2024 (ΦΕΚ Α 27/16.02.2024).

[2] Άρθρο 1 του νόμου 3089/2002, ο οποίος εισήγαγε το άρθρο 1458 του Αστικού κώδικα.

[3] Αυτ.

[4]Αυτ. (δική μας υπογράμμιση).

[5] Βλ. Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου 711/2015.

[6] Βλ. άρθρο 1 του νόμου 3089/2002, ο οποίος εισήγαγε το άρθρο 1455 του Αστικού κώδικα, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του οποίου «η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας».

[7] Βλ. άρθρο 1 του νόμου 3089/2002, ο οποίος εισήγαγε το άρθρο 1456 του Αστικού κώδικα, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του οποίου «κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει στην υποβοήθηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής, σύμφωνα με τους όρους του προηγούμενου άρθρου, διενεργείται με την έγγραφη συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Αν η υποβοήθηση αφορά άγαμη γυναίκα, η συναίνεση αυτής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση ελεύθερης ένωσης, του άνδρα με τον οποίο συζεί́ παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο».

[8] Κουμουτζής Ν., «Άρθρο 1458» στο Γεωργιάδης Α., Σταθόπουλος Μ., Αστικός Κώδικας. Τόμος VII. Οικογενειακό δίκαιο (άρθρα 1346-1504), Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, 2007 (2η έκδοση), σ. 606-607. Διχογνωμία υπάρχει σχετικά με το ζήτημα πρόσβασης στην παρένθετη μητρότητα των άγαμων ανδρών. Ορισμένα δικαστήρια αναγνώρισαν την πρόσβαση σε άγαμους άνδρες θεωρώντας ότι ο νόμος 3089/2002 έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 4 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, καθώς η παροχή πρόσβασης μόνο σε άγαμες γυναίκες που παρουσιάζουν ιατρική αδυναμία απόκτησης απογόνων με φυσικό τρόπο συνιστά διακριτική μεταχείριση εις βάρος των ανδρών. Με βάση αυτό το σκεπτικό, επιβάλλεται αναλογική εφαρμογή των άρθρων 1455, 1456 και 1458 του Αστικού κώδικα (βλ. για παράδειγμα Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 2827/2008· Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 13707/2009). Άλλα δικαστήρια έκριναν αντίθετα ότι η προϋπόθεση της ιατρικής αναγκαιότητας αφορά εξ ορισμού μόνο τις γυναίκες, επομένως ότι δεν πρόκειται για όμοιες καταστάσεις και ότι δεν εφαρμόζεται η αρχή της ισότητας. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτών των δικαστηρίων, «μόνο η γυναίκα κυοφορεί και γεννά και άρα αυτή μόνο μπορεί να έχει σχετική ιατρική αδυναμία, ώστε να επιτρέπεται να προσφεύγει στην παρένθετη μητέρα· αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος που ο νόμος δεν προβλέπει γενικά τη δυνατότητα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής για τους άγαμους και μοναχικούς άνδρες με τους οποίους το τέκνο που θα γεννηθεί δεν θα συνδέεται βιολογικά μαζί τους· το ότι δηλαδή για να αποκτήσουν αυτοί παιδί, θα χρειαζόταν ακριβώς η προσφυγή στην παρένθετη μητρότητα που όμως σημαίνει κάλυψη μιας ιατρικής αδυναμίας που δεν είναι δική τους» (Εφετείο Αθηνών 3357/2010). Συνεπώς, με βάση τη δεύτερη αυτή άποψη, η δικαστική άδεια παρέχεται εξ ορισμού «μόνο σε γυναίκα και όχι σε άνδρα» (βλ. ακόμη Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 8641/2017). Το ζήτημα έχει αποτελέσει αντικείμενο ευρείας συζήτησης στη θεωρία (μεταξύ άλλων βλ. Κουμουτζή Ν., «Άρθρο 1458», ό.π., σ. 623-626).

[9] Κουμουτζής Ν., «Άρθρο 1458», ό.π., σ. 607.

[10] Άρθρο 11 του νόμου 5089/2024.

[11] Σχετικά δε με τον όρο «παρένθετη μητρότητα», αυτός δεν είναι ο μόνος ο οποίος χρησιμοποιείται στην ελληνική γλώσσα για την περιγραφή αυτής της αναπαραγωγικής μεθόδου. Αντίθετα, η εισηγητική έκθεση του νόμου 3089/2002 κάνει λόγο τόσο για «παρένθετη μητρότητα» όσο και για «δανεισμό μήτρας» [βλ. Εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή», σ.3-4 (§ IΙ.1)]. Επιπλέον, στο πλαίσιο του πρόσφατου διαλόγου χρησιμοποιήθηκε ο όρος «παρένθετη κύηση» [βλ. για παράδειγμα Ζαφειρόπουλο Κ., «Παρένθετη κύηση. Υποχώρηση στην ακροδεξιά», 29 Ιανουαρίου 2024, διαθέσιμο στο https://www.efsyn.gr/ellada/koinonia/420328_parentheti-kyisi-ypohorisi-stin-akrodexia (πρόσβαση: 05.02.2024)]. Μεταξύ αυτών, επικρατέστερος είναι ο όρος «παρένθετη μητρότητα», ο οποίος αναγράφεται ρητά τόσο στους νόμους που ψηφίστηκαν μετά το νόμο 3089/2002, και κυρίως στο νόμο 3305/2005 (άρθρο 3 § 9 και άρθρο 13), όσο και στη νομολογία (βλ. πχ. Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών 299/2018). Γι’ αυτόν τον λόγο, ο όρος αυτός θα χρησιμοποιηθεί στο παρόν άρθρο.

[12] Στο πλαίσιο του πρόσφατου διαλόγου, βλ. για παράδειγμα μεταξύ πολλών άλλων δημοσιευμάτων «Με αφορμή τη συζήτηση για την παρένθετη μητρότητα», 10 Ιανουαρίου 2024, διαθέσιμο στο https://www.rizospastis.gr/story.do?id=12379951 (πρόσβαση : 01.02.2024)· Λινού Α., «Τα δικαιώματα των παιδιών από παρένθετη κύηση», 6 Φεβρουαρίου 2024, διαθέσιμο στο https://www.tovima.gr/print/opinions/ta-dikaiomata-ton-paidion-apo-parentheti-kyisi/ (πρόσβαση: 01.02.2024). Σχετικά με τις διαφορετικές νομικές στάσεις απέναντι στην παρένθετη μητρότητα καθώς και την φεμινιστική κριτική αυτής, βλ. Ρεθυμιωτάκη Ε., Μαροπούλου Μ. και Τσακιστράκη Χρ., Φεμινισμός και Δίκαιο, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015, σ.152 (διαθέσιμο στο https://repository.kallipos.gr/handle/11419/6177).

[13] Άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος.

[14] Μεταξύ πολλών άλλων βλ. για παράδειγμα Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012 (4η έκδοση), σ. 900· Κριάρη-Kατράνη Ι., Βιοϊατρικές εξελίξεις και Συνταγματικό δίκαιο: Συνταγματικά θέματα σχετικά με τις μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και τις εφαρμογές της γενετικής, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 117· Παυλόπουλο Π., «Ανθρώπινη αξία και εμπορευματοποίηση του σώματος-Η βιοηθική πρόκληση στον 21° αιώνα», 14 Ιουνίου 2019, διαθέσιμο στο www.prokopiospavlopoulos.gr [πρόκειται για ομιλία του Π. Παυλόπουλου ως Προέδρου της Δημοκρατίας στην ημερίδα «Ανθρώπινη αξία και εμπορευματοποίηση του σώματος: Η βιοηθική πρόκληση στον 21° αιώνα» που έλαβε χώρα στις 4 Ιουνίου 2019 υπό την αιγίδα της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής (σημερινή Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής)].

[15] Άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος.

[16] Άρθρο 7 § 2 του Συντάγματος (δική μας υπογράμμιση).

[17] Άρθρο 106 § 2 του Συντάγματος (δική μας υπογράμμιση).

[18] Χρυσόγονος Κ. Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ. 109.

[19] Βλ. για παράδειγμα, Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, ό.π. σ. 899· Βιδάλη Τ., Βιοδίκαιο. Πρώτος τόμος. Το πρόσωπο, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ. 190-191.

[20] Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, ό.π., σ. 899.

[21] Χρυσόγονος Κ. Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π. σ. 110· Κριάρη-Kατράνη Ι., Βιοϊατρικές εξελίξεις και Συνταγματικό δίκαιo, ό.π., σ. 117.

[22] Kant I., Η μεταφυσική των ηθών, Σμίλη, 2013 (μετάφραση : Κωνσταντίνος Ανδρουλιδάκης).

[23] Βιδάλης Τ., Βιοδίκαιο. Πρώτος τόμος. Το πρόσωπο, ό.π., σ. 190-191.

[24] Αυτή η άποψη είχε υποστηριχθεί σθεναρά τόσο κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στη Βουλή σχετικά με την ψήφιση του νόμου 3089/2002 (βλ. για παράδειγμα Κουτσουράδη Α. και Αγαλοπούλου Π., Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή-Νόμος 3089/2002, 2002: Προπαρασκευαστικές εργασίες-Συζήτηση στη Βουλή, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 269-270 (λόγος Κωνσταντίνου Γείτονα κατά τη Συνεδρίαση Γ’ της Συνόδου ΚΔ’ της Πέμπτης 21 Νοεμβρίου 2002) όσο και στη θεωρία (βλ. για παράδειγμα Κριάρη-Kατράνη Ι., Βιοϊατρικές εξελίξεις και Συνταγματικό δίκαιο, ό.π., σ.117).

[25] Σχετικά με αυτήν την σκέψη βλ. μεταξύ άλλων Χατζή Α., «Το Δίκαιο των Βιβλίων και το Δίκαιο της Πράξης». Η Πτώση του Νομικού Φορμαλισμού και η Οικονομική Ανάλυση του Δικαίου», διαθέσιμο στο http://users.uoa.gr/~ahatzis/Gemtos_volume.pdf, σ. 709-736.

[26] Άρθρο 21 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση µε τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής. Σχετικά με τη συμφωνία της αλτρουιστική παρένθετη μητρότητα με τη συνταγματική αρχή της αξίας του ανθρώπου και τη Σύμβαση του Οβιέδο, βλ. Εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή», ό.π., σ. 1 (§ I.4). Σχετικά με τη συμφωνία της αλτρουιστική παρένθετη μητρότητα και της αρχής της αξίας του ανθρώπου, βλ. επίσης Κριάρη-Κατράνη I., «Το Σύνταγμα και το Σχέδιο Νόμου της Ειδικής Νομοπαρσκευστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης “Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή”», ΧρΙΔ, B/2002, σ. 679-688 (βλ. συγκεκριμένα σ. 687).

[27] Βλ. άρθρο 1 του νόμου 3089/2002 ό.π.

[28] Άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος.

[29] Στο δικαίωμα των γονέων στην αναπαραγωγή αναφέρονται τόσο η εισηγητική έκθεση του νόμου 3089/2002 [Εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή», ό.π., σ. 1 (§ I.4)], όσο και η νομολογία (βλ. πχ. Πολυμελές πρωτοδικείο Ηρακλείου 14/2019), καθώς και πολλοί και πολλές συγγραφείς της θεωρίας (βλ. πχ. Παπαχρίστου Θ., «Lex deilex populi ?», ΧρΙΔ II, B/2002, σ. 673-675· Κριάρη-Kατράνη Ι., Βιοϊατρικές εξελίξεις και Συνταγματικό δίκαιο, ό.π.· Τροκάνα Θ., Ανθρώπινη αναπαραγωγή: Η ιδιωτική αυτονομία και τα όριά της, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011). Συγκεκριμένα, με βάση την εισηγητική έκθεση του νόμου 3089/2002, «η προσφυγή στις ιατρικές μεθόδους, προκειμένου να αποκτηθούν τέκνα, εντάσσεται στο προστατευτικό πεδίο του Συντάγματος, αρκεί η άσκηση του δικαιώματος στην αναπαραγωγή να μην προσκρούει σε δικαιώματα άλλων, να μην παραβιάζει το Σύνταγμα και να μην προσβάλλει τα χρηστά ήθη». Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το δικαίωμα αυτό δεν κατοχυρώνεται ρητά στο νόμο.

[30] Εν αντιθέσει με το δικαίωμα των γονέων στην αναπαραγωγή η εισηγητική έκθεση του νόμου 3089/2002 δεν αναφέρεται στην αυτοδιάθεση της κυοφόρου. Εντούτοις, από τη στιγμή που η παρένθετη μητρότητα επιτρέπεται και η έκθεση παραπέμπει στο άρθρο 5 § 1, μπορούμε να σκεφτούμε ότι αυτό εμπεριέχει, πέρα από δικαίωμα των γονιών στην αναπαραγωγή, και το δικαίωμα της κυοφόρου να αποφασίζει πώς θα διαθέτει το σώμα της.

[31] Εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή», ό.π. σ. 1 (§§ I.4-I.6).

[32] Βλ. άρθρο 1 του νόμου 3089/2002 ό.π.

[33] Αυτ.

[34] Βλ. άρθρο 6 του νόμου 3089/2002.

[35] Αυτό θεωρούμε ότι απορρέει από το συνδυασμό των παρακάτω άρθρων: άρθρο 4 του νόμου 3089/2002 σύμφωνα με το οποίο «στις περιπτώσεις των άρθρων […] 1458 […] του Αστικού Κώδικα […], εφαρμόζεται η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» και άρθρα 744 και 759 § 3 του Κώδικα πολιτικής δικονομίας σύμφωνα με τα οποία «το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να εξετάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος» και «το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων».

[36] Αυτό βέβαια δεν είναι αδύνατο. H θεωρία αναφέρεται συχνά στη δυνατότητα επίκλησης των άρθρων 178 και 179 στο χώρο της παρένθετης μητρότητας, όπως καταδεικνύουν  τόσο οι τοποθετήσεις των μελών της επιτροπής που είχε αναλάβει την προετοιμασία του νομοσχεδίου (βλ. Κουτσουράδη Α. και Αγαλοπούλου Π., Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή-Νόμος 3089/2002, ό.π.) όσο και πολλά έργα (βλ. πχ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε., «Η θεμελίωση της συγγένειας με την μητέρα στην περίπτωση του “δανεισμού μήτρας”: μια νομοθετική πρόταση»,  Aρμ 1994, σ.1233-1236· Βαθρακοκοίλη Β., Ερμηνεία-Νομολογία του Αστικού Κώδικα, Σάκκουλας, 2004, σ. 576, Παντελίδου Κ., «Ζητήματα του νέου θεσμού της παρένθετη μητρότητας», Aρμ 2004, σ. 182).

[37] Άρθρο 4 του νόμου 3089/2002 σε συνδυασμό με τα άρθρα 744 και 759 § 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας, βλ. επίσης μεταξύ άλλων Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών 409/2022.

[38] Σχετικά με αυτό το ζήτημα βλ. επίσης Παπαχρίστου Θ., Η τεχνητή αναπαραγωγή στον αστικό κώδικα, Σάκκουλας, 2003· Βιδάλη Τ., Zωή χωρίς πρόσωπο.Το Σύνταγμα και η χρήση του ανθρώπινου γενετικού υλικού, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 1999· Κουμουτζή Ν., «Ερμηνεία των άρθρων 1457-1458» στο Γεωργιάδης Α. και Σταθόπουλος Μ. (επιμ.), Ερμηνεία Αστικού Κώδικα. Τόμος 8. Οικογενειακό δίκαιο, Π.Ν. Σάκκουλας Δίκαιο και Οικονομία, 2007, σ. 582-632· Rokas Κ., «Limites et flexibilité dans la mise en œuvre du cadre juridique grec en matière de gestation pour autrui» στο Boillet Ο., Roca Ι., Escoda Μ., De Luze Ε. (επιμ.), La gestation pour autrui. Approches juridiques internationales, Anthemis – Helbing Lichtenhahn Verlag, 2018, σ. 102.

[39] Άρθρο 8 του νόμου 3089/2002.

[40] Άρθρο 17 του νόμου 4707/2014, το οποίο τροποποιεί το άρθρο 8 του νόμου 3089/2002.

[41] Αυτό είχε υποστηριχθεί τόσο κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στη Βουλή (βλ. για παράδειγμα Κουτσουράδη Α. και Αγαλοπούλου Π., Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή-Νόμος 3089/2002, ό.π., σ.341) όσο και στη θεωρία (βλ. για παράδειγμα Παπαχρίστου Θ., Η τεχνητή αναπαραγωγή στον αστικό κώδικα, ό.π., σ. 52).

[42] Άρθρο 26 § 8 εδ. 1 του νόμου 3305/2005.

[43] Άρθρο 26 § 2 του νόμου 3305/2005.

[44] Άρθρο 26 § 8 εδ. 2 του νόμου 3305/2005.

[45] Βλ. για παράδειγμα Hatzis A., «Just the ovena law and economics approach to gestational surrogacy contracts» στο Boele-Woelki Κ., Perspectives for unification or harmonisation of family law in Europe, Intersentia, 2003, σ. 412-433· Χατζή Α., «Το Δίκαιο των Βιβλίων και το Δίκαιο της Πράξης»., ό.π.· Πανάγο Κ., Παρένθετη μητρότητα: Ελληνικό νομικό καθεστώς και εγκληματολογικές προεκτάσεις, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 96-97· Ραβδά Π., «Παρένθετη μητρότητα: οι προσδοκίες του νομοθέτη στη δοκιμασία των στατιστικών δεδομένων» στο Παπαχρίστου Θ. και Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε.(επιμ.), Το οικογενειακό δίκαιο στον 21° αιώνα. Από τις συγκυριακές στις δομικές αλλαγές, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, σ. 67-89 (πιο συγκεκριμένα βλ. σ. 84).

[46] Βλ. για παράδειγμα Παπαχρίστου Θ., «Μια ατυχής νομοθετική επιλογή», ΧρΙΔ, 8/2014, σ. 640· Ρεθυμιωτάκη Ε., Μαροπούλου Μ. και Τσακιστράκη Χρ., Φεμινισμός και Δίκαιο, ό.π.· Βιδάλη Τ., «Παρένθετη μητρότητα και αναπαραγωγικής τουρισμός» στο Καιάφα-Γκμπάντι Μ., Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε. και Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε. (επιμ.), Η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή στην Ευρώπη: Κοινωνικά, ηθικά και νομικά ζητήματα, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2015, σ. 181-185.

[47] Άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος.

[48] Άρθρο 9 § 1 του Συντάγματος.

[49] Άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος.

[50] Παπαχρίστου Θ., «Μια ατυχής νομοθετική επιλογή», ό.π.· Ρεθυμιωτάκη Ε., Μαροπούλου Μ. και Τσακιστράκη Χρ., Φεμινισμός και Δίκαιο, ό.π.· Βιδάλη Τ., «Παρένθετη μητρότητα και αναπαραγωγικής τουρισμός», ό.π.

[51] Άρθρο 17 του νόμου 4707/2014.

[52] Ravdas P., « Surrogate motherhood in Greece: Statistical data derived from court decisions », Bioethica, 3(2), σ. 39-58.

[53] Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 4966/2016.

[54] Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών 299/2018.

[55] Άρθρα 16 επ. του νόμου 3305/2005, καθώς και άρθρο 16 του νόμου 4958/2022.

[56] Βλ. για παράδειγμα τον τροποποιημένο κανονισμό παροχών υγείας του Εθνικού Οργανισμού Παροχών Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) (ΦΕΚ 4898/01.11.2018).

[57] Οι ιατρικές πράξεις που είναι αναγκαίες για την παρένθετη μητρότητα είναι φυσικά νόμιμες και διενεργούνται, όπως είναι λογικό, κατόπιν αμοιβής.

[58] Άρθρο 13 του νόμου 3305/2005.

[59] Η Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής είναι ανεξάρτητη αρχή την οποία ίδρυσε ο ίδιος νόμος με σκοπό τον έλεγχο και την εποπτεία της διεξαγωγής των νέων μεθόδων αναπαραγωγής (βλ. Άρθρα 19-25 του νόμου 3305/2005).

[60] Άρθρο 2 της Απόφασης 36/2008 της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΦΕΚ 670/16.04.2008).

[61] Άρθρο 4 της Απόφασης 36/2008 της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, όπ.

[62] Άρθρο 2 § 3 της Απόφασης 1704/2022 της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΦΕΚ 5224/B’/26.10.2022).

[63] Απόφαση 54/2014 της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΦΕΚ 2683/Β’/09.10.2014).

[64] Άρθρο 5 του νόμου 4958/2022. Περαιτέρω, ο νόμος ορίζει ότι «το ύψος των καλυπτόμενων δαπανών και της αποζημίωσης καθορίζεται με απόφαση της Αρχής», η οποία με τη σειρά της προβλέπει ότι «το συνολικό ποσό αποζημίωσης» για το δότη σπέρματος «δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερο από το ποσό των 400 ευρώ και ανώτερο από το ποσό των 700 ευρώ» και ότι αντίστοιχα «το συνολικό ποσό αποζημίωσης» για την δότρια ωαρίων «δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερο από το ποσό των 2.200 ευρώ και ανώτερο από το ποσό των 3.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της αποζημίωσης για βιολογική καταπόνηση, η οποία ορίζεται στο ποσό των 1.700 ευρώ» [Απόφαση 1679/2022 της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (5224/B’/26.10.2022)].

[65] Η δότρια υποβάλλεται σε ωοληψία και η κυοφόρος σε υποδοχή στη μήτρα της του εμβρύου. Όπως προαναφέρθηκε, το ελληνικό δίκαιο δεν επιτρέπει τη λεγόμενη «πλήρη υποκατάστατη μητρότητα», δηλαδή την σπερματέγχυση. Αντίθετα, νόμιμη είναι μόνο η λεγόμενη μερική υποκατάστατη μητρότητα», στην οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα ωάρια της μελλοντικής μητέρας ή τρίτης δότριας. Γι’ αυτό και, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, η κυοφόρος δεν υποβάλλεται σε ωοληψία, αλλά μόνο σε υποδοχή του εμβρύου. Ενδέχεται, ωστόσο, να προβεί επιπλέον σε καισαρική τομή για να γεννήσει. Ο δότης σπέρματος αντίθετα δεν προβαίνει σε κάποια χειρουργική επέμβαση. Εντούτοις, δεν είναι αδύνατο να υποστηριχθεί ότι η δωρεά γενετικού υλικού προκαλεί, λόγω του αντικειμένου της, δηλαδή λόγω της δωρεάς στοιχείων της γενετικής ταυτότητας, και σε αυτόν καταπόνηση.

[66] Το φαινόμενο της διασυνοριακής παρένθετης μητρότητας ευνοείται, σε ένα βαθμό, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΔΔΑ) περί παρένθετης μητρότητας (Cour EDH, 26 juin 2014, Mennesson cFrance et Labassée cFrance (déf.)Requ. n°65192/11 et n°65941/11· Cour EDH, 21 juillet 2016, Foulon et Bouvet cFrance (déf.), Requ. n° 9063/14 et n° 10410/14· Cour EDH, 19 janvier 2017, Laborie cFrance (déf.), Requ. n° 44024/13) και σε μεγαλύτερο βαθμό, από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) (CJUE, 2021, V.М.АcStolichna obshtinarayon «Pancharevo», Aff. C 490/20). Η ανάλυση αυτής της νομολογίας ξεπερνά εντούτοις τα όρια αυτού του άρθρου. Σχετικά βλ. Ρόκα Κ., «Αναγνώριση στην Ελλάδα συγγένειας υπέρ ζευγαριών ίδιου φύλου μετά την απόφαση Pancharevo, Ιατρικό Δίκαιο-Βιοηθική, τ. 52, Ιανουάριος-Ιούλιος 2022.

[67] Βλ. άρθρο 16-7 του γαλλικού Αστικού κώδικα (δική μας μετάφραση). Κατά το πρωτότυπο κείμενο «toute convention portant sur la procréation ou la gestation pour autrui est nulle».

[68] Βλ. άρθρο 16-7 του γαλλικού Αστικού κώδικα (δική μας μετάφραση). Κατά το πρωτότυπο κείμενο «les dispositions du présent chapitre sont d’ordre public».

 

ΠΗΓΗ: https://nomarchia.gr/%CE%B5%CE%BD%CE%B4%CE%AF%CE%B4%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%B1/?fbclid=IwAR3z9VBYjOeBKxntjlLzGPa0b3fm-VTQ5bA1Pvxbu3So_HVYXlYXkjr1xOU