Οι αόρατες γυναίκες των πρόσφατων αγροτικών κινητοποιήσεων

Γράφει η Μαρία Γκασουκα*

Αλιεύει η Σίσσυ Βωβού

Πού ήταν οι αγρότισσες στις κινητοποιήσεις και στους αγώνες που αναπτύχθηκαν τους τελευταίους μήνες στη χώρα μας; Γιατί απουσίαζαν ουσιαστικά από τα μπλόκα, από τις συνελεύσεις, από τη λήψη των αποφάσεων, από τις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση, ενώ οι ελάχιστες που εμφανίστηκαν περιορίστηκαν στο να βρίσκονται πάνω στα τρακτέρ σε μάλλον διακοσμητικό ρόλο; Η απουσία γυναικών από τους αγροτικούς αγώνες και τις συναφείς διεκδικήσεις δεν φάνηκε να ξενίζει, δεν σχολιάστηκε, θεωρήθηκε μάλλον φυσικό γεγονός, δεν είδαμε διαμαρτυρία σχετική γυναικείων και φεμινιστικών συλλογικοτήτων, ούτε καν ένα σχόλιο δημοσιογράφων ευαισθητοποιημένων στα έμφυλα ζητήματα και η στάση αυτή, αρέσει ή όχι, κρίνεται ως ιδιαίτερα ανησυχητική.

Είναι γεγονός πως οι αγρότισσες αντιπροσωπεύουν ζωτικό πόρο στη γεωργία και την αγροτική οικονομία, είτε ως εργάτριες γης, είτε ως επιχειρηματίες. Ωστόσο αντιμετωπίζουν σοβαρούς περιορισμούς σε σχέση με τους άντρες όσον αφορά την πρόσβαση σε παραγωγικούς πόρους, ενώ συχνά οι γεωργικές ενασχολήσεις τους τις χαρακτηρίζουν ως «συμβοηθούντα μέλη». Ταυτόχρονα πολλές από τις δραστηριότητές τους δεν ορίζονται ως «οικονομικά ενεργή απασχόληση» στους εθνικούς λογαριασμούς, παρά τη σημασία τους για την ευημερία των αγροτικών νοικοκυριών.

Στη χώρα μας η διερεύνηση της θέσης των γυναικών από τη σκοπιά των συμφερόντων τους στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις παραμένει ιδιαίτερα περιορισμένη και εμφανίζει σημαντικά εμπόδια, αν και η εξαιρετική σχετική πανελλαδική έρευνα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας του 2018 μας είχε δημιουργήσει σοβαρές προσδοκίες. Την πρώτη δυσκολία αποτελεί η έλλειψη πρόσφατων δεδομένων. Τα στοιχεία που υπάρχουν παραμένουν περιορισμένα όσον αφορά την έμφυλη διάστασή τους. Είναι λ.χ. αισθητό το έλλειμμα σχετικών συγκριτικών μελετών, οι οποίες θα επιτρέψουν να διακρίνουμε τις διαφορές μεταξύ γυναικών που ανήκουν σε διαφορετικούς τύπους αγροτικών εκμεταλλεύσεων, σε διαφορετικό μέγεθος εκμεταλλεύσεων και, ιδιαίτερα, σε διαφορετικά γεωγραφικά διαμερίσματα, ώστε να πάψει να πρυτανεύει η -φαντασιακή εν πολλοίς- εικόνα των Ελληνίδων αγροτισσών ως ομοιογενούς ομάδας με ταύτιση προβλημάτων, απόψεων και συμπεριφορών. Οπως αισθητό είναι άλλωστε και το έλλειμμα πληροφοριών που άπτονται διαπροσωπικών σχέσεων, έμφυλης βίας, συμφιλίωσης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής ή/και του τρόπου που οι αγρότισσες βιώνουν την απουσία του κράτους πρόνοιας και των δομών του. Παράλληλα, η εικονική/στερεοτυπική αδυναμία διαχωρισμού παραγωγικής και αναπαραγωγικής λειτουργίας τους, στην οικογενειακή κυρίως εκμετάλλευση, καθιστά αόρατες συνήθως τις γεωργικές εργασίες που εκτελούνται από γυναίκες.

Οι εργασίες που ασκούν οι αγρότισσες σε επιχειρήσεις ή αγροτικές εκμεταλλεύσεις δεν αναγνωρίζονται, ούτε εννοιολογούνται ως αμειβόμενη εργασία, αλλά ως «ανιδιοτελές» καθήκον, το οποίο οι γυναίκες «πρέπει» να επιτελούν ως μέρος του κοινωνικού ρόλου τους. Συχνά η θηλυκή εργασιακή προσφορά εντάσσεται στο πλαίσιο της «φυσιολογίας» της έμφυλης τάξης πραγμάτων και το συγκεκριμένο καθήκον μοιάζει να πηγάζει από τη γυναικεία φύση και τον προορισμό τους. Δεν χρειάζεται να αποτελεί αμειβόμενη εργασία, καθώς αφορά τελικά νοικοκυρές ή/και, σύμφωνα με τη συνήθη ρητορική, «συμβοηθούντα μέλη» των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, αντίληψη ωστόσο που, όπως φάνηκε στην προαναφερόμενη έρευνα, βρίσκεται σε υποχώρηση. Επίσης παρόλο που οι γυναίκες φαίνεται να κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της αγροτικής ιδιοκτησίας στη χώρα μας και τα τελευταία χρόνια αρκετές εμφανίζονται ως «αρχηγοί» της οικογενειακής εκμετάλλευσης, οι άντρες είναι αυτοί που τελικά συμμετέχουν στα κοινά, ωφελούνται περισσότερο από προγράμματα αγροτικής εκπαίδευσης και συμμετέχουν ενεργέστερα στη διαδικασία λήψης αγροτικών αποφάσεων στη σφαίρα της οικογενειακής εκμετάλλευσης. Ετσι οι γυναίκες καταλήγουν να έχουν απλά τον τίτλο της αρχηγού της εκμετάλλευσης και να διεκπεραιώνουν κυρίως συμβουλευτικό και όχι αποφασιστικό ρόλο στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων σχετικά με αυτήν.

Σε κάθε περίπτωση όλα τα στοιχεία συνηγορούν στο ότι ενώ οι γυναίκες εργάζονται σκληρά για την οικονομική και κοινωνική βιωσιμότητα της εκμετάλλευσης και της αγροτικής οικογένειας, η σκληρή αυτή εργασία δεν αμβλύνει σημαντικές έμφυλες ανισότητες, όπως τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν στη συμμετοχή στην αγροτική εκπαίδευση και κατάρτιση, το έλλειμμα στη συμφιλίωση οικογενειακής και επαγγελματικής τους ζωής και φυσικά η υποεκπροσώπησή τους στις οργανώσεις, η αισθητή απουσία τους από τα όργανα των αγροτικών συλλογικών φορέων, αν και σε αυτούς συμμετέχει ένα καθόλου αμελητέο ποσοστό γυναικών σε μεικτούς κυρίως αγροτικούς συνεταιρισμούς, και -όπως έδειξαν οι πρόσφατες κινητοποιήσεις- από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που τις αφορούν. Και κατά τη γνώμη μας μάλλον δικαιώνεται η κριτική έως αρνητική στάση των αγροτισσών απέναντι στο συνεταιρίζεσθαι, η οποία προκύπτει, σύμφωνα με στοιχεία που διαθέτουμε, και λόγω έλλειψης χρόνου και δυνατότητας συμφιλίωσης οικογενειακής-επαγγελματικής ζωής (και βέβαια και λόγω αναχρονιστικών αντιλήψεων ορισμένων περί «ανδρικής υπόθεσης», που εξακολουθούν να βρίσκονται σε κυκλοφορία), αλλά και λόγω διαφωνίας τους ως προς τον τρόπο λειτουργίας των φορέων και συχνά επιφύλαξης για τη δημοκρατική λειτουργία τους και την ίδια την αποτελεσματικότητά τους.

*Ομότιμη καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Αιγαίου