Το ποδόσφαιρο πάει στον ουρανό, η έμφυλη βία (παρα)μένει στη γη

Γράφει η Μαρίνα Μαροπούλου

Το παρόν κείμενο είναι της ανθρωπολόγου Μαρίνας Μαροπούλου, η οποία διδάσκει το μάθημα «Φεμινισμός και Δίκαιο» στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Η συγγραφέας έχει την ευφυή σύλληψη να συσχετίσει την Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, που μετά από απόφαση των Ηνωμένων Εθνών, το 2000, είναι η 25η Νοεμβρίου, με το θάνατο του Μαραντόνα, την παγκόσμια τιμή και παγκόσμιο θρήνο που προκάλεσε. Χρειάζεται βέβαια μια άλλη παρουσίαση για τον θρύλλο Μαραντόνα, που έχει γίνει από πολλές φεμινίστριες, για την κακοποιητική συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες της ζωής του.  Ήδη έχουμε αναρτήσει ένα πολύ τεκμηριωμένο δημοσίευμα στην αγγλική σελίδα του Μωβ. Επιφυλασσόμεθα και για την ελληνική παρουσίαση. Και να σημειώσουμε ότι δεν συμφωνούμε με τον ορισμό της πορνείας ως “σεξεργασίας”, αλλά αυτό είναι θέμα άλλης συζήτησης. Σ.Β.

Ήταν όντως μια ιδιαίτερα φορτισμένη και μεγάλη ημέρα η Τετάρτη της 25ης Νοεμβρίου της φετινής χρονιάς, καθώς συνέπεσαν δύο γεγονότα: οι πολυσχιδείς εκδηλώσεις για να τιμηθεί η, καθιερωμένη από τον ΟΗΕ, ημέρα κατά της έμφυλης βίας και η αναγγελία του θανάτου του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. To εικοσιτετράωρο κόπηκε στα δυο: το πρωινό κατακλύστηκε από εκδηλώσεις για την έμφυλη βία μέχρις ότου ήλθε το βράδυ, οπότε και κυριάρχησε η θλιβερή είδηση του θανάτου. Τυχαία η σύμπτωση, ωστόσο μας επιτρέπει να σκεφθούμε με ποιόν τρόπο θα μπορούσαμε να συσχετίσουμε τα δύο κομμάτια της ημέρας, τι φώς ρίχνει το ένα πάνω στο άλλο, ποιες αναλογίες και διαφορές προκύπτουν, γιατί τα δύο συμβάντα, παρά τη φαινομενική ανομοιογένειά τους, μπορούν να συσχετιστούν.

Ο Ντιέγο Αρμάντο Μαραντόνα, το καμάρι και το αποκούμπι του λαϊκού κόσμου όλης της γης, ο θρύλος του ποδοσφαίρου, ο «τρωτός» θεός του Εδουάρδο Γκαλεάνο με τις «αρσενικές» αδυναμίες, ο τοποθετημένος πάντα με το μέρος των ταπεινών, που είχε τη δύναμη να ταπεινώνει τους θεσμούς (την FIFA, τη Βόρειο Αμερική του Κίσινγκερ, τη Βρετανική Αυτοκρατορία της Θάτσερ, την Ιταλία του Βορρά), όσο και αν θέλει κανείς να το παραβλέψει, ενσάρκωσε στον απώτατο βαθμό όλους τους καθιερωμένους και αναγνωρισμένους ανδρικούς ρόλους και αξίες. Υπήρξε ο πατέρας που δημιούργησε και παραδειγματοποίησε, με τα πεπραγμένα του εντός του γηπέδου, το μάθημα εκείνο του πατέρα που διδάσκει πως: «όλα είναι εφικτά σε κάποιον αν αυτός διαθέτει πάθος, πείσμα, θέληση, ικανότητα και δυναμισμό». Υπήρξε ο άτακτος γιός/παιδί [ο Ντιεγκίτο], που σαν παιδί έχει δικαίωμα στο λάθος και γι’ αυτό ζητούσε τη μεγαλόψυχη, μητρική συγχώρεση, ο πατριώτης που αγαπά την πατρίδα του όπως «αγαπά μια (κάθε;) γυναίκα που (όταν μόνον;) ευωδιάζει», ο κομπανιέρο Μαραντόνα, ο πολιτικοποιημένος πολίτης και θαρραλέος πολιτικός φίλος των δικών μας πολιτικών φίλων, ο δικός μας άνθρωπος, η σάρκα από την σάρκα των ιθαγενών, των φτωχών και αδικημένων αυτής της γης και ο γενναίος πολεμιστής, που για λογαριασμό των αδελφών του, ως ένας σαιξπηρικός Κοριολανός, έδωσε περήφανες και νικηφόρες μάχες. «Άλμα για δικαιοσύνη» χαρακτηρίστηκε εξάλλου εκείνο το γκολ που έβαλε με τη βοήθεια του «χεριού του Θεού».

Ένας θρήνος στο ύψος του ανδρός

Διακεκριμένος και επώνυμος ο θάνατός του είχε το θρήνο που ταιριάζει σε τόσο ξεχωριστούς ανθρώπους και δικαίως. Το πάνδημο πένθος και η παγκόσμια συγκίνηση που προκάλεσε η είδηση της απώλειάς του αναβίβασαν αυτόν τον θάνατο στην τάξη ενός μοναδικού συμβάντος, ευθέως ανάλογου προς τη σπουδαιότητα του βίου του.

Τα δάκρυα που έρευσαν στην κηδεία του, και ήταν πολλά, αφαίρεσαν τη λάσπη από τα αθλητικά του παπούτσια, ξέπλυναν τη λερωμένη του φανέλα και καθάρισαν το αίμα του από τα υπολείμματα των θανατηφόρων ουσιών στις οποίες είχε εθιστεί. Τα εξίσου πολλά χάδια στο φέρετρό του γιάτρεψαν τις πληγές του ταλαιπωρημένου από τις απαιτήσεις του αθλήματος σώματός του και το αποκατέστησαν στην ιδανική του εκδοχή, σε εκείνη την εικόνα που αναγνώριζε όλος ο κόσμος ως δική του, μιας που το σώμα αυτό ήταν εξ ορισμού προορισμένο να είναι υπερεκτεθειμένο στη δημοσιότητα. Ο θάνατός του τέθηκε στο επίκεντρο του πολιτικού, αφού το προεδρικό μέγαρο του παραχώρησε θέση για το λαϊκό προσκύνημα, η ροζ πρόσοψη της Casa Rosada βάφτηκε στα πένθιμα και το εθνικό σύμβολο της Αργεντινής έντυσε τη σωρό του τιμημένου νεκρού.

Ένα τέτοιο σώμα, έτσι ξανανιωμένο και δυναμωμένο από τα εγκώμια, τα τραγούδια, τα ποιήματα, τα συνθήματα, τις δηλώσεις και τα χειροκροτήματα, κομμάτια από την ψυχή όσων του είπαν το ύστατο χαίρε, και ήσαν πάρα πολλοί, δεν μπορεί παρά να «σπάσει» την πύλη του Παραδείσου∙ έχει δεν έχει τα κλειδιά του, αυτός αποχαιρέτησε τα εγκόσμια έχοντας μαζί του τα διαπιστευτήρια –μεταξύ αυτών και το ροζάριο του Πάπα Φραγκίσκου– που τον κατατάσσουν στους δίκαιους αυτής της γης. Με την ορμή που τον χαρακτήριζε ως παίκτη τον φανταζόμαστε να στέκεται μπροστά στο επουράνιο κριτήριο, για να του επιδώσει, υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου μας, όλα τα αιτήματα δικαιοσύνης που πήρε μαζί του, κωδικοποιημένα μέσα στα μπλουζάκια, λουλούδια, κεριά και στιχάκια που ο κόσμος άφηνε στα αυτοσχέδια εικονοστάσια που στήθηκαν αμέσως μετά από την είδηση του θανάτου του στους χώρους όπου σύχναζε, για όλες τις αδικίες που εκκρεμούν επί γης.

Μερικοί θάνατοι που διαβάστηκαν αλλιώς

Είναι καιρός να καταπιαστούμε με τα γεγονότα πού ανακαλεί στο προσκήνιο η καθιέρωση της 25ης Νοεμβρίου ως παγκόσμιας ημέρας για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών. Θανάτους μνημειώνει και αυτή, θανάτους λαϊκών –σαν τον Μαραντόνα– γυναικών. Ένα λατινοαμερικανικό γυναικοκτονικό συμβάν βρίσκεται στο θεμέλιό της: η στυγερή γυναικοκτονία (ανατίναξη αυτοκινήτου) των τριών αδελφών Μιραμπάλ, των αποκαλούμενων Mariposas (πεταλούδες), που συνέβη την 25η Νοεμβρίου του 1960 στον Άγιο Δομίνικο. Η γυναικοκτονία αυτή, για την οποία μιλάει και ο Μάριο Βάργκας Λιόσα στο μυθιστόρημά του «Η γιορτή του τράγου», είχε οργανωθεί από τον δικτάτορα Τρουχίλιο, ως εκδίκηση για το γεγονός ότι η μια από τις αδελφές, η Μινέρβα, ακτιβίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπέρμαχος του δικαιώματος των γυναικών στην εκπαίδευση, είχε απορρίψει τις πιεστικές όσο και δελεαστικές, σεξουαλικές προτάσεις του.

Η ημέρα αυτή μνημονεύει επίσης ένα φαινόμενο μαζικών δολοφονιών γυναικών στην μεθοριακή ζώνη του Μεξικού, της ίδιας χώρας από το κεντρικό γήπεδο της οποίας ο Μαραντόνα, το 1986, έβγαλε γλώσσα στους ισχυρούς αυτής της γης. Την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, στην πόλη Σιουδάδ Χουάρες (Ciudad Juarez), το δημόσιο ενδιαφέρον αιχμαλωτίζει, με αυξανόμενη ένταση, σειρά δολοφονιών νεαρών γυναικών, μεταναστριών- εργατριών για ένα μεροκάματο στις μεταποιητικές μονάδες (maquiladores), που σαν μανιτάρια φύτρωσαν στην περιοχή μετά από την υπογραφή της νεοφιλελεύθερης κοπής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικού (North American Free Trade Agreement/ ΝΑFΤΑ ) – και αυτές με σκουρόχρωμο δέρμα, σαν του Μαραντόνα.

Πόσο όμως διαφορετικοί αυτοί οι θάνατοι από τον δικό του! Θάνατοι λειψοί και απάνθρωποι: γυναικείοι θάνατοι τετριμμένοι, επαναληπτικοί και ανώνυμοι, αφού τα πεταγμένα στην κακοφωτισμένη δημοσιά ή στην κακόφημη μεριά της πόλης είτε πάλι στη διπλανή έρημο Τσιουάουα, υπολείμματα γυναικείων σωμάτων, είτε τα φρικτά διαμελισμένα, παραμορφωμένα ή ακρωτηριασμένα σώματα, δεν κατάφεραν τελικά να πάρουν ένα όνομα, δεν ταυτοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα να κατηγοριοποιηθούν ως δολοφονίες αγνώστων γυναικών, ως ανώνυμοι θάνατοι. Άλλες φορές οι θάνατοι γυναικών τέθηκαν σε εκκρεμότητα, οι γυναικείες υπάρξεις τοποθετήθηκαν ως παρουσίες / απουσίες στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, αφού το μη ευρεθέν νεκρό σώμα τους τις ενέταξε στην κατηγορία των «αγνοούμενων» ή εξαφανισμένων, καθιστώντας τον (βέβαιο) θάνατό τους κάτι το μη (ακόμη) πραγματικό. Όλα τούτα περιγράφηκαν μέσα από πρακτικές δημοσιοποίησης αυτών των δολοφονιών, κυρίως σε λαϊκές εφημερίδες, οι οποίες θεαματικοποίησαν, υπερ-σεξουαλικοποίησαν και εκπόρνευσαν το θηλυκό σώμα, προκειμένου να υποστηριχθεί το ηγεμονικό αφήγημα περί της αιτίας του κακού: «γιατί περπατούσαν μόνες τους, τη νύχτα, σε χώρους έξω από το σπίτι τους». Οι δολοφονίες κανονικοποιήθηκαν ως απόρροια μιας «γυναικείας» δουλειάς (σεξεργασία) ή ενός ιδιαίτερου στιλ ζωής, το οποίο και οδήγησε τις γυναίκες αυτές, με δική τους ευθύνη, στη σφαίρα της ανομίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οι φευγαλέες ζωές αυτών των γυναικών είχαν επομένως τον θάνατο που τους άξιζε: αδιάφορο, ανώνυμο, ανεπαίσθητο, βουβό.

Ένα σώμα κατοικεί στην φωνή των άλλων

Κοντά τους μόνον οι πρωτοβουλίες «από τα κάτω»: εφήμερες και ανώνυμες μορφές τέχνης (graffiti) στους τοίχους εγκαταλελειμμένων σπιτιών, χειροποίητες κατασκευές, σαν τον μεγάλο σταυρό στην κύρια πύλη εισόδου στο Μεξικό από τις ΗΠΑ, το Paso del Norte Bridge, με τα μπηγμένα καρφιά στο ροζ φόντο του να αντιστοιχούν στις καταγεγραμμένες περιπτώσεις γυναικοκτονιών της περιοχής∙ άτυπα κοιμητήρια, σαν τους ροζ σταυρούς που εγέρθηκαν στο Campo Algodonero, όπου και βρέθηκαν το 2001 τα σώματα οκτώ γυναικών∙ οπτικά σήματα, φωτογραφίες ή προσωπικά αντικείμενα, γύρω από τους τόπους, σε στύλους τηλεφωνίας, γωνίες των δρόμων, πεζογέφυρες ή υπόγειες διαβάσεις, όπου βρέθηκε ό,τι είχε απομείνει από αυτές, ή θέσεις κενές στον χώρο που είχε κάποτε δραστηριοποιηθεί το άλλοτε ζωντανό γυναικείο σώμα, δημιούργησαν μια σειρά από οπτικές μαρτυρίες της αόρατης και ωστόσο παρούσας στο χώρο έμφυλης βίας, εγγράφοντάς την στην αστική γεωγραφία της πόλης.

Οι πρακτικές αυτές δεν συνιστούν απλές ασκήσεις μνήμης. Είναι σύνθετες κριτικές –αντισταθμιστικές ή αντιπαραθετικές– στάσεις που διεκδικούν μια νέα επαν-έκθεση στη δημοσιότητα των γυναικοκτονικών συμβάντων ως αναβαθμισμένου προβλήματος της δημόσιας σφαίρας. Δημιουργούν μια πολιτική παρουσία στη θέση του κενού που αφήνει η γυναικεία εξαφάνιση από τη ζωή της πόλης. Χωροθετώντας εντός της δημόσιας σφαίρας το γυναικοκτονικό συμβάν διεκδικούν επίσης να θέσουν υπό τον έλεγχο ενός φεμινιστικού λόγου την πρόσφατη ιστορία της πόλης. Ταυτόχρονα και μέσα από την κίνηση αυτή εκτίθενται στη δημόσια ορατότητα τα κενά ή τα ελλείμματα του συστήματος της θεσμικής δικαιοσύνης αναφορικά με την αντιμετώπιση του φαινομένου. Στην επίσημη αφήγηση της ουσιαστικής αδιαφορίας γύρω από αυτούς τους φόνους αντιπαραθέτουν την παρουσία της μνήμης. Αναμεταφράζουν επομένως το γυναικοκτονικό συμβάν σε «τραύμα μιας (πολιτικής) αδικίας» που επιζητά να αποκατασταθεί.

Εκτός όμως από την εγγραφή στο χώρο, το τραύμα της γυναικοκτονίας εγγράφηκε και στον λόγο. Οι γυναικείες κοινότητες μνήμης, όπως η Casa Amiga, δημιούργησαν ένα πλαίσιο, έναν «φυσικό» χώρο για την υποδοχή/δημιουργία μιας βιογραφίας για την θανατωμένη γυναίκα, έτσι ώστε αυτή να ανασυρθεί από το σκοτάδι της ανωνυμίας του θανάτου της και να αποκτήσει αυτά που κάθε ανθρώπινο ον διαθέτει: μια ιστορία ζωής και ένα δικαίωμα στη μνήμη.

Οι αφηγηματικές αυτές επιτελέσεις δεν πρέπει να κατανοηθούν απλώς ως συνέχεια θρηνητικών πρακτικών απώλειας, με παραμυθητική διάσταση για τους τεθλιμμένους συγγενείς. Οι βιογραφίες των δολοφονημένων γυναικών που επιτελούνται μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο –με την συνδρομή σε κάποιες περιπτώσεις και της ιδιωτικής μνήμης των μητέρων και των αδελφών τους, τις οικο-μαρτυρίες– διεκδικούν ανθρώπινη ιδιότητα και αξιοπρέπεια για το πραγμοποιημένο στο δημόσιο λόγο γυναικείο σώμα, μέσα από την αναδιαπραγμάτευση της διάκρισης δημόσιο – ιδιωτικό, όπως αυτή διαπερνά τη γυναικεία σωματικότητα. Μέσα από τις αφηγήσεις μιας γυναικείας βιοϊστορίας, αυτό το δημόσια εκτεθειμένο γυναικείο σώμα (ή το γυναικείο σωματικό υπόλειμμα) αποκτά την ιδιότητα να είναι μια «συνηθισμένη» γυναίκα που «δεν είναι πια κοντά μας, ωστόσο με κάποιον τρόπο είναι και αυτή μαζί μας, στη θέση της οποίας θα μπορούσαμε να είμαστε και εμείς».

Οι βιοϊστορίες επιδιώκουν να αλλάξουν τον κυρίαρχο (δημόσιο) σεξιστικό λόγο που ρίχνει το βάρος της ευθύνης στις ίδιες τις δολοφονημένες γυναίκες και να καταγγείλουν την απανθρωποποιητική λειτουργία του, εξανθρωπίζοντας τους γυναικείους θανάτους, με τη δημιουργία μιας «απλής βιογραφίας» για το ποιες θα ήταν αυτές οι γυναίκες αναφορικά προς τη ζωή που θα μπορούσαν να ζήσουν, να είχαν ζήσει. Μπερδεύοντας τις αυστηρές οριοθετήσεις μεταξύ παρόντος και παρελθόντος χρόνου, οι αφηγήσεις υπολαμβάνουν τα θύματα – μάρτυρες ως ωσεί παρούσες. Οι βιογραφίες αυτές διεκδικούν να ξανακάνουν τα δολοφονημένα σώματα δικούς μας ανθρώπους.

Η ηθική της αναπαράστασης

Εγγράφεται όμως και στα πολιτισμικά δημιουργήματα του λόγου, τη λογοτεχνία, με κορυφαίο παράδειγμα το μυθιστόρημα «2666» του Ρομπέρτο Μπολάνιο (2004). Το τέταρτο κεφάλαιο του ογκώδους αυτού έργου, το οποίο καταλαμβάνει μια έκταση 300 σελίδων και έχει ως τίτλο La parte de los crimenes (Το μέρος των εγκλημάτων), πραγματεύεται μια αλυσίδα άλυτων φόνων γυναικών που έχουν συμβεί στην φανταστική πόλη Σάντα Τερέζα, μια μυθοποιημένη εκδοχή της Σιουδάδ Χουάρεζ. Το κεφάλαιο ξεκινά τον Ιανουάριο του 1993 με την περιγραφή του σώματος ενός δεκατριάχρονου κοριτσιού –σαν να διαβάζουμε κυριολεκτικά τις ιατροδικαστικές αναφορές για τα πραγματικά εγκλήματα γυναικοκτονιών στη Σιουδάδ Χουάρες– και τελειώνει τα Χριστούγεννα του 1997 έχοντας περιγράψει με τον ίδιο τρόπο εκατόν οκτώ θανατωμένα σώματα.
Είναι πολλά τα παραδείγματα που καταδεικνύουν πως η λογοτεχνία αποτελεί έναν (κριτικό) τόπο απόδοσης μιας συμβολικής (φανταστικής) δικαιοσύνης, ως αναπλήρωμα της θεσμικής (πραγματικής) δικαιοσύνης.

Στην περίπτωση όμως του 2666 βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο παράδειγμα, σε έναν νέο τρόπο διεκδίκησης συμβολικής δικαιοσύνης και σε έναν άλλον τρόπο λογοτεχνικής κριτικής. Η λογοτεχνική αναπαράσταση του δημόσιου λόγου γύρω από την γυναικεία ανθρωποκτονία στη συνάρθρωσή της με τον λόγο γύρω από την γυναικεία σεξουαλικότητα, την οποία επιχειρεί στις σελίδες του έργου του ο Μπολάνιο, θέτει στο επίκεντρο το ζήτημα της ηθικής της αναπαράστασης που περιέχεται στον επίσημο τρόπο περιγραφής των γυναικοκτονιών, ο οποίος δίνει βάρος στο κακοποιημένο σώμα παρά στη ζωή του θύματος. Εγκαλεί εκείνη την πρακτική λόγου που εστιάζει στο νομικό status του θύματος ως νεκρού σώματος παρά ως ανθρώπινου όντος που είχε μια ζωή, την οποία θα μπορούσε να αφηγηθεί, δηλαδή είχε μια ανθρώπινη ζωή με νόημα.

Διεκδικεί ταυτόχρονα μια στράτευση της λογοτεχνίας, ως πρακτικής λόγου, στην απόδοση του απλήρωτου χρέους της κοινωνίας προς τις γυναίκες θύματα της έμφυλης βίας, υπό την έννοια ότι επαν-επινοεί το λογοτεχνικό κείμενο ως πλαίσιο, προκειμένου εντός αυτού, τα ακρωτηριασμένα (και σεξουαλικοποιημένα) μέρη του δολοφονημένου ανθρώπινου σώματος να απο-πραγμοποιηθούν και από αντικείμενα προς παρατήρηση, να ξαναπάρουν πίσω τη ανθρώπινη δύναμη να μιλήσουν. Κοντολογίς μετατρέπει τα ανθρώπινα υπολείμματα σε θραύσματα μιας ανθρώπινης αφήγησης.

Αυτά αποτελούν κάποια από τα συμβάντα επί των οποίων εδράζεται η απόφαση του ΟΗΕ για την καθιέρωση της 25ης Νοεμβρίου ως ημέρας για της εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και τα οποία οφείλουν να ανακαλούνται στο προσκήνιο, κάθε φορά που γιορτάζεται αυτή η επέτειος.

Μια, τελικά, ευτυχής σύμπτωση

Η συγκατοίκηση των δύο γεγονότων, της ημέρας κατά της έμφυλης βίας και του θανάτου του Μαραντόνα, που από μόνα τους συγκροτούν τα απώτατα άκρα δύο διαφορετικών φασμάτων, λατρείας το πρώτο, βίας το δεύτερο, στο συμπεριληπτικό σχήμα της μιας ημέρας, της Τετάρτης 25/11/2020, υπήρξε εντέλει ευτύχημα γιατί επέτρεψε την επανανάγνωσή τους με όρους διπολικού ζεύγματος. Προσέφερε έτσι την ιδανική και μοναδική ευκαιρία το ένα να γίνει ο καθρέπτης του άλλου, ώστε να εκτιμηθεί το μέτρο της βαρύτητας και της σημασίας που αναλογεί στο καθένα. Υπ’ αυτήν την λογική, η σπουδαία αυτή συγκυρία ίσως να μας δόθηκε, ως δώρο εξ ουρανού, για μια πράξη δικαιοσύνης επί της γης.

ΠΗΓΗ: Η ΕΠΟΧΗ 6-12-20

Οι τρεις γυναίκες της φωτογραφίας, είναι οι αδελφές Μιραμπάλ